- ώφελλ'
- ὤφελλ'ὤφελλε , ὀφέλλω-IG: aor ind act 3rd sgὤφελλε , ὀφέλλω-IG: imperf ind act 3rd sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ὤφελλ' — ὤφελλε , ὀφέλλω IG aor ind act 3rd sg ὤφελλε , ὀφέλλω IG imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόχνυ — Α επίρρ. 1. ολοσχερώς, εξ ολοκλήρου («ὡς ὤφελλ Ἑλένης ἀπὸ φῡλον ὀλέσθαι πρόχνυ», Ομ. Οδ.) 2. γονατιστά, με τα γόνατα («πρόχνυ καθεζομένη», Ομ. Ιλ.) 3. πάρα πολύ («στύπος ἀμπέλου... πρόχνυ γεράνδρυον», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόχνυ είναι … Dictionary of Greek